Καλώς ήρθατε στο blog μας!

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Γκάιντα: Ο δρόμος της κατασκευής

Η γκάιντα αποτελείται από το δέρμα ή τουλούμι, τη γκαϊντανίτσα, το μπουρί ή μπουρού ή αγκαρά ή ισοκράτης, το φυσάρι, τρία κεφαλάρια και τα ζαμπούνια ή καλάμια (καπούσια). Κάθε ένα από αυτά παίζει σημαντικό ρόλο στη σωστή ρύθμιση και ακουστική του οργάνου.
Το τουλούμι είναι επεξεργασμένο δέρμα ζώου, το οποίο δέχεται τον αέρα από το στόμιο και παίζει το ρόλο της αποθήκευσής του, έτσι ώστε πιέζοντας τα τοιχώματά του, ο αέρας να κατευθύνεται προς τη γκαϊντανίτσα και το μπουρί. Σημαντικό ρόλο παίζει και το μέγεθος του δέρματος, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το μεγάλο μέγεθος του δέρματος σου δίνει περισσότερη αυτοδυναμία. Αρκετοί μουσικοί πιστεύουν ότι λειτουργεί και σαν ηχείο.
Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν δέρμα κατσικιού και λιγότερες φορές προβάτου. Η επεξεργασία του δέρματος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και γνώση. Θα πρέπει το δέρμα να μην έχει πληγές, να πλυθεί καλά και να αλατιστεί. Κατά την επεξεργασία του, το κουρεύουν περίπου στο ένα εκατοστό γιατί η τρίχα απορροφά την υγρασία, και μετά το βάζουν στη στύψη για μία ημέρα, να κλείσουν οι πόροι του. Στη συνέχεια δένουν πολύ καλά το πίσω μέρος του δέρματος, το γυρίζουν από την άλλη πλευρά, δένουν τα πόδια και το λαιμό και το κρεμούν για να στεγνώσει.
Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, για την κατασκευή της γκάιντας, εξαρτιόνταν από την ποικιλία των δέντρων της κάθε περιοχής. Έτσι, έχουμε γκάιντες από μυγδαλιά, κρανιά, δαμασκηνιά, ελιά, κορομηλιά και πυξάρι. Μεγάλη βαρύτητα και σημασία έδιναν σε ξύλα που δεν είχαν πόρους, σε ξύλα που κουδουνίζουν και παράγουν ήχο π.χ. η κρανιά έχει γερό ξύλο, αλλά δεν βοηθάει στη φωνή του οργάνου, αντιθέτως η μυγδαλιά, ελιά, η δαμασκηνιά και το πυξάρι παράγουν ήχο. Σημαντικός παράγοντας για την επιλογή του ξύλου, παίζει ο χρόνος, ο τρόπος κοπής καθώς και η αποθήκευσή του. Τα ξύλα που θα κοπούν πρέπει να μείνουν για δύο χρόνια περίπου σε σκιερό μέρος για να στεγνώσουν. Ορισμένα θέλουν περισσότερο χρόνο, όπως η ελιά η οποία χρειάζεται περίπου πέντε χρόνια για να στεγνώσει. Αν είναι μυγδαλιά πρέπει να τη κόψεις στη μέση ή στα τέσσερα για να μη στρεβλώσει και σκάσει, να μην βρέχεται και να μην το βλέπει ο ήλιος. Παλαιότεροι αναφέρουν ότι καλύτερα ήταν να τα συντηρούν μέσα στο νερό, ακόμη και μέσα στη θάλασσα. Επίσης, δεν πρέπει να έχουν ρόζους, να μην είναι σκασμένα και σάπια. Η καλύτερη περίοδος κοπής είναι ο χειμώνας και μάλιστα σύμφωνα με τους παλαιοτέρους, εξαρτώμενη από το φεγγάρι.

Τα τρία κεφαλάρια αποτελούν τον τρόπο σύνδεσης του δέρματος με τα υπόλοιπα εξαρτήματα του οργάνου. Έχουν ειδικές υποδοχές δεσίματος με το δέρμα και εσωτερικό σύστημα υποδοχής των ζαμπουνιών. Το ένα μπαίνει μπροστά στη γκαϊντανίτσα, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη φωνή του οργάνου, το άλλο στο μπουρί (αγκαρά), και το τρίτο στο στόμιο (φυσάρι). Δένονται από την εσωτερική μεριά του δέρματος και προέρχονται από το ίδιο ξύλο. Βέβαια είναι γνωστό μεταξύ των μουσικών ότι τα καλύτερα κεφαλάρια γίνονται από κέρατο ζώου, γιατί ο ήχος βγαίνει πιο δυνατός, πιο τραγανός, πιο καμπάτκος. Το κεφαλάρι από το μπουρί, έχει διατομή περίπου στα 17-20 χιλιοστά, στο φυσάρι 17-18 χιλιοστά, και στη γκαϊντανίτσα 16-18 χιλιοστά, όλες βέβαια εξαρτώνται από τον κατασκευαστή των.
 
Το φυσάρι, πρέπει να γίνεται πάντα από σκληρό ξύλο κρανιά ή μυγδαλιά, για να μη φθείρεται εύκολα. Έχει μήκος περίπου 10-12 εκατοστά και στο τέλος του υπάρχει μία γλώσσα, η οποία εμποδίζει τον αέρα να φύγει προς τα έξω.
 Τα ζαμπούνια ή καλάμια (καμούσια) γίνονται από αφροξυλιά ή βουζιά, τα οποία τα κόβεις σε μεγάλες βέργες και τ’ αφήνεις να ξεραθούν. Κατά την κοπή θα πρέπει το κεφάλι να είναι πάντα σε κόμπο. Το μήκος του ζαμπουνιού, για το μπουρί είναι περίπου στα 8-10 εκατοστά, ενώ για την γκαϊντανίτσα στα 4-5 εκατοστά. Τυλίγεται με σχοινί για στερέωμα στο κεφαλάρι, το οποίο χρησιμοποιείται και για το χόρδισμα του οργάνου.

Το μπουρί αποτελείται από τρία κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι, το οποίο συνδέεται με το δέρμα, έχει εσωτερική διατομή περίπου 7.5 χιλιοστά, και το δεύτερο περίπου στα 7 χιλιοστά. Το τρίτο κομμάτι έχει εσωτερική διατομή στα 7.5 χιλιοστά η οποία αλλάζει απότομα στα τελευταία 10 εκατοστά κάτι σαν σκαλοπάτι και γίνεται 16-18 χιλιοστά. Το μήκος του είναι μεταβαλλόμενο λόγω του συστήματος σύνδεσης μεταξύ των εξαρτημάτων και επηρεάζει το χόρδισμα του οργάνου. Όσο πιο μεγάλο είναι τόσο  πιο μπάσος γίνεται ο ήχος και όσο πιο μικρό μήκος έχει, τόσο πιο πρίμος γίνεται.
Η γκαϊντανίτσα έχει μήκος περίπου στα 29.5 εκατοστά και αποτελείται από το λαιμό και τον κυρίως κορμό της. Πάνω στον κορμό έχει 7 τρύπες μπροστά και μία πίσω. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι αποστάσεις μεταξύ των, για την τονικότητα του οργάνου και την ευκολία στο παίξιμο, μιας και οι οργανοπαίχτες χρησιμοποιούν την μεσαία φάλαγγα των δακτύλων για να παίξουν.
Η πίσω τρύπα πρέπει να είναι σαν το «μάτι του κόρακα», μέσα στην οποία υπάρχει ένα φτερό για να βγάζει όλα τα μισόφωνα. Όλες οι τρύπες, εκτός από την πρώτη έχουν ένα μικρό κοίλωμα, το οποίο ονομάζεται φωλιά, για μεγαλύτερη ευκολία των μουσικών στο παίξιμο.
Πισκιούλ(ι) ή πισκιούλια είναι τα στολίδια της γκάιντας τα οποία τα προσάρμοζαν στη βάση της γκαϊντανίτσας. Είναι κάτι σαν χαϊμαλί, αβασκαντήρας, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν ένα γερακίσιο νύχι, το οποίο χρησίμευε σαν εργαλείο στο χόρδισμα του οργάνου, όταν τοποθετούσαν κερί πάνω στις τρύπες. 
 Από το ένθετο του διπλού cd
"Έβρος
μουσικές, χοροί και τραγούδια από την περιοχή του Έβρου"