Καλώς ήρθατε στο blog μας!
Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012
Κιτσικούδης Πασχάλης: Ένας ακούραστος γνήσιος Θρακιώτης γκαϊντατζής!!!
Πασχάλης Κιτσικούδης, ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους δεξιοτέχνες του θρακικού ασκαύλου, της θρακιώτικης γκάιντας δηλαδή.Ο ίδιος είναι και κατασεκυαστης των οργάνων του τα οποία έχουν χαρακτηριστικό κι εξαιρετικό άκουσμα κι είναι πάντα τόσο καλά δουλεμένα που δεν φαίνεται ότι είναι κατασκευασμένα με τα ίδια του τα χέρια. Έχει συμμετάσχει παλαιότερα σε διάφορες ηχογραφήσεις και καταγραφές κι είναι διάσημος για το πολύ καλό και τεχνικό του παίξιμο το οποίο πολλοί προσπαθούν να μιμηθούν αλλά ελάχιστοι το επιτυγχάνουν! Αποτελεί ένα πόλο έλξης για όποιον τον γνωρίζει κι είναι ένας ακούραστος εργάτης του οργάνου το οποίο όταν αρχίσει να το φουσκώνει κι αρχίζει το λάλημα ξεχνάει από το μεράκι του να σταματήσει. Να ζήσει να τον χαιρόμαστε!!
Ετικέτες
άσκαυλος,
ζωναράδικα,
Θρακιώτικη γκάιντα,
Κιτσικούδης Πασχάλης,
askaulos,
Kitsikoudis Pasxalis,
Thracian gaida,
zonaradika
Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012
Λύρα: ένα ξεχασμένο όργανο της Θράκης
Οι αγροτικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί της ενδοχώρας της Θράκης έπαιζαν έναν τύπο αχλαδόσχημης λύρας, αυτήν που σήμερα ονομάζουμε θρακική ή θρακιώτικη. Λόγω απομόνωσης η λύρα αυτή, όπως επίσης η μακεδονική και εκείνη τη Καλαβρίας(Lira Calabrese), δεν παρουσίασε στην κατασκευή και στην τεχνική παιξίματος την εξέλιξη που παρουσίασαν άλλες λύρες, όπως η πολίτικη, η λύρα της Κρήτης, της Καρπάθου, η βουλγάρικη Gadulka, η κροατική Liricaκαι η ισπανική Rabel Espana, διατηρώντας έτσι τον αρχαϊκό της χαρακτήρα.

Το όργανο αυτό είχε μεγάλη απήχηση στους Θράκες του Μεσαίωνα, που το θεσμοθέτησαν ως ένα από τα ιερά όργανα στο παμπάλαιο θρακικό έθιμο των αναστεναρίων. Το αρχέγονο άκουσμα της λύρας συγκινεί, καθώς φαίνεται να αγγίζει το βυζαντινό ακριτικό τραγούδι, φανερώνοντας ταυτόχρονα και τις αρχαίες καταβολές της.
Η θρακική λύρα παιζόταν σε ολόκληρη την πάλαι ποτέ ενιαία Θράκη από όλες σχεδόν τις εθνότητες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μάλιστα, μαζί με την γκάιντα αποτελούσαν την παλαιά θρακική ζυγιά. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη στις περιοχές των Σαράντα Εκκλησιών της Αδριανούπολης, της Μακράς Γέφυρας, στο βιλαέτι Διδυμοτείχου(και γενικότερα στην κοιλάδα του Ερυθροποτάμου), καθώς και στις περιοχές της Μπάνας και της Στράντζας, βόρεια του Μικρού Αίμου, στην άλλοτε Ελληνική Ημιαυτόνομη Τοπαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Βάσει λοιπόν γεωγραφικών κριτηρίων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τρεις σχολές λύρας, με ελάχιστες διαφορές στον τρόπο παιξίματος, τη Σχολή του Έβρου, τη σαμμακοβλίδικη και, φυσικά, τη γνωστότερη από τις τρείς κωστελίδικη σχολή των αναστεναρίων.
Η θρακική λύρα δεν μπήκε ποτέ σε «λόγιο» κατασκευαστικό καλούπι. Αυτό σημαίνει ότι οι αναλογίες της δεν είναι ορισμένες. Ο εκάστοτε λύρατζης την κατασκεύαζε όπως τη φανταζόταν ή όπως του επέτρεπαν τα εργαλεία και το ξύλο που χρησιμοποιούσε. Αυτό φυσικά συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Γι αυτό και υπάρχει πολλές φορές σύγχυση ανάμεσα στη θρακιώτικη, τη μακεδονική και την πολίτικη λύρα.
Η θρακική λύρα αποτελείται από το κεφάλι, τον λαιμό, το σκάφος, το καπάκι, την ψυχή, τον καβαλάρη, τα κλειδιά ή τσιβιά, τον κορδοδέτη, τα μάτια, τα μάγουλα και το δοξάρι.

Το κύριο τμήμα του οργάνου (κεφάλι-λαιμός-σκάφος) είναι ενιαίο και κατασκευάζεται συνήθως από σκληρά ξύλα, όπως η μουριά και καρυδιά. Υπάρχουν μαρτυρίες και για πιο μαλακά ξύλα, όπως σφενδάμι, καστανιά και αγριαχλαδιά, ενώ σπάνιες είναι οι αναφορές σε ελιά, κερασιά κέδρο και ακακία. Το καπάκι κατασκευάζεται πάντοτε από λευκή ξυλεία, τσάμι (πεύκο), έλατο ή κυπαρίσσι.
Τα τσιβια, τα κλειδιά δηλαδή, τα έφτιαχναν από το ίδιο ξύλο με το σκάφος, ενώ οι νεότεροι τα κατασκευάζουν από σκληρότερα ξύλα και συνήθως κωνικά, για να μη γλιστρούν και χαλάει το κούρδισμα. ΟΙ κόρδες της θρακιώτικης λύρας, τις οποίες έφτιαχνε ο ίδιος ο οργανοπαίχτης από νωπά έντερα προβάτου, γίδας ή χοίρου, ήταν και παραμένουν εντέρινες, του ίδιου συνήθως πάχους. Σήμερα ελάχιστοι πια τις φτιάχνουν μόνοι τους.
Το όργανο αυτό είχε μεγάλη απήχηση στους Θράκες του Μεσαίωνα, που το θεσμοθέτησαν ως ένα από τα ιερά όργανα στο παμπάλαιο θρακικό έθιμο των αναστεναρίων. Το αρχέγονο άκουσμα της λύρας συγκινεί, καθώς φαίνεται να αγγίζει το βυζαντινό ακριτικό τραγούδι, φανερώνοντας ταυτόχρονα και τις αρχαίες καταβολές της.
Η θρακική λύρα παιζόταν σε ολόκληρη την πάλαι ποτέ ενιαία Θράκη από όλες σχεδόν τις εθνότητες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μάλιστα, μαζί με την γκάιντα αποτελούσαν την παλαιά θρακική ζυγιά. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη στις περιοχές των Σαράντα Εκκλησιών της Αδριανούπολης, της Μακράς Γέφυρας, στο βιλαέτι Διδυμοτείχου(και γενικότερα στην κοιλάδα του Ερυθροποτάμου), καθώς και στις περιοχές της Μπάνας και της Στράντζας, βόρεια του Μικρού Αίμου, στην άλλοτε Ελληνική Ημιαυτόνομη Τοπαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Βάσει λοιπόν γεωγραφικών κριτηρίων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τρεις σχολές λύρας, με ελάχιστες διαφορές στον τρόπο παιξίματος, τη Σχολή του Έβρου, τη σαμμακοβλίδικη και, φυσικά, τη γνωστότερη από τις τρείς κωστελίδικη σχολή των αναστεναρίων.
Η θρακική λύρα δεν μπήκε ποτέ σε «λόγιο» κατασκευαστικό καλούπι. Αυτό σημαίνει ότι οι αναλογίες της δεν είναι ορισμένες. Ο εκάστοτε λύρατζης την κατασκεύαζε όπως τη φανταζόταν ή όπως του επέτρεπαν τα εργαλεία και το ξύλο που χρησιμοποιούσε. Αυτό φυσικά συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Γι αυτό και υπάρχει πολλές φορές σύγχυση ανάμεσα στη θρακιώτικη, τη μακεδονική και την πολίτικη λύρα.
Η θρακική λύρα αποτελείται από το κεφάλι, τον λαιμό, το σκάφος, το καπάκι, την ψυχή, τον καβαλάρη, τα κλειδιά ή τσιβιά, τον κορδοδέτη, τα μάτια, τα μάγουλα και το δοξάρι.
Το κύριο τμήμα του οργάνου (κεφάλι-λαιμός-σκάφος) είναι ενιαίο και κατασκευάζεται συνήθως από σκληρά ξύλα, όπως η μουριά και καρυδιά. Υπάρχουν μαρτυρίες και για πιο μαλακά ξύλα, όπως σφενδάμι, καστανιά και αγριαχλαδιά, ενώ σπάνιες είναι οι αναφορές σε ελιά, κερασιά κέδρο και ακακία. Το καπάκι κατασκευάζεται πάντοτε από λευκή ξυλεία, τσάμι (πεύκο), έλατο ή κυπαρίσσι.
Τα τσιβια, τα κλειδιά δηλαδή, τα έφτιαχναν από το ίδιο ξύλο με το σκάφος, ενώ οι νεότεροι τα κατασκευάζουν από σκληρότερα ξύλα και συνήθως κωνικά, για να μη γλιστρούν και χαλάει το κούρδισμα. ΟΙ κόρδες της θρακιώτικης λύρας, τις οποίες έφτιαχνε ο ίδιος ο οργανοπαίχτης από νωπά έντερα προβάτου, γίδας ή χοίρου, ήταν και παραμένουν εντέρινες, του ίδιου συνήθως πάχους. Σήμερα ελάχιστοι πια τις φτιάχνουν μόνοι τους.
Το δοξάρι μπορεί να είναι είτε τοξωτό με λαβή ολόκληρης της χούφτας είτε πιο απλό, ώστε να αγκαλιάζει τα τρία πρώτα δάχτυλα. Κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα, δεν έχει γερανοκούδουνα, ενώ η τριχιά αποτελείται συνήθως από ένα χοντρό δεμάτι αρσενική αποκλειστικά αλογότριχα.Η θρακιώτικη λύρα κουρδίζεται κατά πέμπτες καθαρές (LA-Re-Sol) με βασική τη La. Η τονικότητα κυμαίνεται από Sol μέχρι το πολύ La#, καθώς οι εντέρινες χορδές δεν αποδίδουν σε άλλου τόνους. Οι παλιοί λυρατζήδες κούρδιζαν την λύρα όπου τους «ταίριαζε» ή «άρεζε» στη φωνή τους. Η πρώτη χορδή παίζεται πάντα με ίσο της δεύτερης και η δεύτερη με ίσο της τρίτης. Η έκταση της περιορίζεται σε μία οκτάβα και δύο φθόγγους. Το ηχόχρωμα, άμεσο αποτέλεσμα των εντέρινων χορδών, θα μπορούσε πιθανώς να αποδοθεί από τη λέξη χαρμολύπη.
Σήμερα η παρουσία της θρακικής λύρας έχει συρρικνωθεί δραματικά. Από τις τρείς σχολές επιβιώνουν οι δύο, κι αυτές με φθίνουσα πορεία, η σχολή του Έβρου σε απομονωμένους θύλακες στον βόρειο Έβρο και του Κωστή σε χωριά της Μακεδονίας, όπου κατοικούν απόγονοι βορειοθρακιωτών προσφύγων.
Παρτινούδης Δ. Αλέξιος
Μουσικός
Ετικέτες
Αλέξιος Παρτινούδης,
Θρακική Λύρα,
Θρακιώτικη Λύρα,
Λύρα Θράκης,
Alexios Partinoudis,
Thracian Lyra,
Thrakiotiki Lyra
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)