Κείμενο αναδημοσιευμένο από τον Παρατηρητή της Θράκης
Συντάκτρια: Άννα Πατρωνίδου
Στη Θράκη και στο Διδυμότειχο θα μας ταξιδέψουν μέσω της γκάιντας την Πέμπτη το βράδυ στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργανώνει ο Σύλλογος Θρακών, το Σωματείο Παραδοσιακών Μουσικών «Ιωάννης Δούκας Βατάτζης», γνωστό κυρίως ως Ένωση Γκαϊτατζήδων Θράκης. Το πανάρχαιο μουσικό όργανο, η πνοή του οποίου διαπερνά τους αιώνες και αναδεικνύει μέχρι σήμερα τις μεγάλες διαστάσεις της μουσικής έκφρασης των Θρακών και της γης του Ορφέα θα ταξιδέψει τους παρευρισκόμενους και θα τους οδηγήσει σε γλέντι με τον ήχο του, όπως ακριβώς παλιά, πολύ παλιά στην αρχαία Θράκη της οποίας οι κάτοικοι χόρευαν εκφράζοντας χαρές και αισθήματα. Εξάλλου ακόμη και σήμερα η γκάιντα στη Θράκη, στα πανηγύρια και στις μουσικές συνευρέσεις, δίνει με τη χαρακτηριστική φωνή της, τον ιδιαίτερο τόνο στα τραγούδια και τους χορούς των Θρακών. Και ας μη ξεχνάμε ότι όχι τόσο παλιά ήταν το μοναδικό και κυρίαρχο όργανο σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια. Με το μέλος του Σωματείου Παραδοσιακών Μουσικών «Ιωάννης Δούκας Βατάτζης» Γιάννη Σαρσάκης μίλησε ο «Παρατηρητής της Θράκης» με αφορμή την εκδήλωση της Πέμπτης. Ο λόγος λοιπόν περί γκάιντας και γκαϊτατζήδων…
Το Σωματείο Παραδοσιακών Μουσικών «Ιωάννης Δούκας Βατάτζης»
ΠτΘ: Ποιο είναι το πλαίσιο του συλλόγου που δραστηριοποιείσθε;
Γ.Σ.: Το Σωματείο Παραδοσιακών Μουσικών «Ιωάννης Δούκας Βατάτζης» ουσιαστικά είναι μια ομάδα που δημιουργήθηκε από νέους ανθρώπους που συνειδητοποίησαν ότι ένα αρχαίο όργανο, όπως η γκάιντα, αλλά και κάποια άλλα, όπως η φλογέρα, η θρακική λύρα, άρχισαν να χάνονται στην περιοχή και ότι περίπου σε μια δεκαετία αυτά τα όργανα αλλά και οι δεξιοτέχνες μουσικοί θα εξαφανίζονταν. Στο πλαίσιο αυτό αναλάβαμε την πρωτοβουλία, πέντε έξι άτομα από το Βόρειο Έβρο, να έρθουμε σε επαφή με τους τελευταίους δεξιοτέχνες αυτών των παραδοσιακών οργάνων, να τους γνωρίσουμε, να μαθητεύσουμε κοντά τους, να κάνουμε παρέα, να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, να μάθουμε αυτά τα όργανα, ώστε να υπάρξει συνέχεια.
Ο Σύλλογος ονομάστηκε «Ιωάννης Δούκας Βατάτζης» ο οποίος ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μια σημαντική προσωπικότητα που καταγόταν από το Διδυμότειχο και γνώριζε βυζαντινή μουσική. Θέλοντας να τον τιμήσουμε δώσαμε στο Σύλλογο το όνομά του, γιατί δυστυχώς πρόκειται για πρόσωπο που το γνωρίζουν λίγοι.
ΠτΘ: Εφόσον ως Σύλλογος ασχολείσθε με διάφορα παραδοσιακά όργανα γιατί σας αποκαλούν Σύλλογο γκαϊτατζήδων;
Γ.Σ.: Ξεκινήσαμε να δημιουργήσουμε ένα σωματείο παραδοσιακών μουσικών. Στην πορεία ίσως γιατί οι γκαϊτατζήδες είναι περισσότεροι ή ίσως γιατί οργανώθηκαν καλύτερα ή ίσως γιατί το όργανο είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στις ψυχές των ντόπιων απέκτησαν μια δυναμική. Βέβαια και εμείς μείναμε εντυπωσιασμένοι από την ανταπόκριση που βρήκε η γκάιντα στον κόσμο γιατί ήταν και είναι ένα όργανο παρεξηγημένο. Αγκαλιάστηκε όμως και προχώρησε. Όσον αφορά στους άλλους μουσικούς που παίζουν σε παραδοσιακές ορχήστρες, παρά το γεγονός ότι έχουμε βρεθεί επανειλημμένως και έχουμε μιλήσει, ότι θα πρέπει να λειτουργούμε όλοι συντονισμένα, όπως και παλιά, για να δημιουργηθεί ένα σωματείο που θα λύνει τα προβλήματα του καθενός θα σχεδιάζουμε το μέλλον, είναι όμως διστακτικοί.
ΠτΘ: Ουσιαστικά δηλαδή το Σωματείο αποτελείται από γκαϊντατζήδες;
Γ.Σ.: Όχι υπάρχουν μουσικοί που παίζουν βιολί, που παίζουν κλαρίνο, απλά ακόμα ίσως από το γεγονός ότι εμείς έχουμε γίνει ένα σχήμα με τριάντα γκάιντες πηγαίνουμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και παίζουμε και είναι κάτι πρωτότυπο, για αυτό ίσως το λόγο επισκιάστηκαν τα υπόλοιπα όργανα.
Ακόμα και σήμερα η γκάιντα είναι παρεξηγημένη
ΠτΘ: Είπατε ότι η γκάιντα είναι παρεξηγημένο όργανο. Γιατί;
Γ.Σ.: Είναι παρεξηγημένη γιατί είναι συνδεδεμένη με τις αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες. Ανέκαθεν αυτό από την αρχαιότητα. Ακόμη και ο αρχαίος δίαυλος ήταν παρεξηγημένος από τη λύρα ή από την αρχαία κιθάρα. Τα διονυσιακά και βουκολικά όργανα ήταν υποδεέστερα για κάποιους. Σήμερα δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Έφυγαν οι άνθρωποι από τα χωριά τους πήγαν στις πόλεις, και οτιδήποτε τους θύμιζε το χωριό ακόμη και οι μουσικοί δεν τους άρεσε. Επειδή ασχολούμαι με τη μουσική, τα δημοτικά τραγούδια που ακούμε από τον Αηδονίδη, τον Δοϊτσίδη από νέους μουσικούς, έχουν λίγο μεταλλαχθεί.
ΠτΘ: Γιατί το λέτε αυτό;
Γ.Σ.: Έχουν θα έλεγα γίνει πιο εξευγενισμένα. Η γκάιντα είναι ένα αρχαιότατο όργανο. Λίγοι μουσικοί έχουν μείνει, παππούδες πια, που παίζουν όπως παιζόταν, γνήσια παραδοσιακά, όπως στους προηγούμενους αιώνες. Είναι εξαιρετικοί και ο Αηδονίδης και ο Δοϊτσίδης και ο Δημούδης οι οποίοι όμως έβαλαν και άλλα όργανα με τις εταιρείες από άλλες περιοχές και το προχώρησαν, το εμπλούτισαν και το μετάλλαξαν.
Προσπαθούμε να μάθουμε τη μουσική όπως αυτή παιζόταν παλιά
ΠτΘ: Εσείς διατηρείτε το αρχαίο άκουσμα;
Γ.Σ.: Εμείς προσπαθούμε να διατηρήσουμε και να μάθουμε από τους παππούδες αυτό που έμαθαν από τους δικούς τους πριν εκατοντάδες χρόνια, δηλαδή το τραγούδι έτσι όπως παιζόταν με αυτά τα συγκεκριμένα όργανα, με τη φλογέρα, με τη λύρα, με την γκάιντα, ακόμη και πώς τραγουδιόταν. Αν κάποιος επισκεφθεί τα χωριά του Έβρου θα ακούσει το τραγούδι να λέγεται τελείως διαφορετικά από ό,τι σε μια δισκογραφική δουλειά.
ΠτΘ: Η γκάιντα είναι ένα παραδοσιακό όργανο γνωστό όπως είπατε από τα αρχαία χρόνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Ποια είναι η διαφορά της θρακιώτικης γκάιντας με τις άλλες;
Γ.Σ.: Κατ’ αρχήν υπάρχει διαφορά στην κατασκευή. Κάποιες άλλες μπορεί να είναι πιο πολύπλοκες, να είναι διαφορετικές στο σχήμα, να διαφέρουν στην τεχνική παιξίματος. Για τη δική μας γκάιντα θα έλεγα ότι είναι πιο πρωτόγονη. Για παράδειγμα για τη σκωτζέζικη θα έλεγα ότι είναι πιο εξελιγμένη. Η δική μας είναι πιο αρχαία.
Για να παίξει κάποιος μουσική της περιοχής θα πρέπει και το όργανο να είναι φτιαγμένο με το σχέδιο που είχε παλιά
ΠτΘ: Υπάρχουν σήμερα κατασκευαστές γκάιντας;
Γ.Σ.: Λίγοι αλλά υπάρχουν. Εμείς από αυτούς προμηθευόμαστε. Θέλω να τονίσω ότι παλιά όποιος ήθελε να μάθει γκάιντα πήγαινε και αγόραζε μια γκάιντα από τη Βουλγαρία. Οι γκάιντες της Βουλγαρίας διαφέρουν πάρα πολύ από τις δικές μας. Αν θέλει κανείς να μάθει τα δικά μας τραγούδια με το δικό μας ύφος θα πρέπει και το όργανο να είναι, όπως ήταν παλιά. Οι Βούλγαροι έχουν αλλάξει τις γκάιντες τους, τις έχουν τροποποιήσει και δεν είναι σωστό να παίζει κάποιος τα δικά μας τραγούδια με τις δικές τους γκάιντες. Είναι δηλαδή σαν να πάτε σε ένα κινέζικο εστιατόριο να φάτε ένα κινέζικο φαγητό με μαχαιροπίρουνο. Αυτό δεν το ήξεραν τα νέα παιδιά που ήθελαν να μάθουν γκάιντα. Για αυτό και ένας από τους πρωταρχικούς στόχους που θέσαμε είναι να ενημερώσουμε στον οποιοδήποτε θέλει να μάθει μουσική της περιοχής μας, ότι και το όργανο θα πρέπει να είναι φτιαγμένο με το σχέδιο που έχουν οι γκάιντες της περιοχής μας.
Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες στην κατασκευή της γκάιντας
ΠτΘ: Τι υλικά χρησιμοποιούνται για την κατασκευή της γκάιντας;
Γ.Σ.: Ξύλο αμυγδαλιάς ή κρανιάς τα οποία κόβονται το χειμώνα για να μην έχουν υγρά και μάλιστα κομμένο από τη ρίζα του δένδρου και όχι από τα κλαδιά. Επίσης χρησιμοποιούνται για τα ζαμπούνια, αυτό που βγάζει τον ήχο, καλάμι ή κουφοξυλιά και για το δέρμα χρησιμοποιείται κατσίκι κατά προτίμηση θηλυκό, γιατί το αρσενικό μυρίζει και πρέπει μάλιστα να γδαρθεί το Σεπτέμβρη, όταν δηλαδή τα κατσίκια έχουν φάει όλο το καλοκαίρι και το δέρμα τους είναι χοντρό και αντέχει. Όλα αυτά έχουν μεταδοθεί από γενιά σε γενιά. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατσίκι σπαθάτο, δηλαδή που το σώμα του έχει καμπύλη όπως το σπαθί, που βοηθά να παίζεις σωστά την γκάιντα. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες στην κατασκευή της γκάιντας.
Ο ήχος της γκάιντας εξαρτάται από τα υλικά που είναι φτιαγμένη
ΠτΘ: Η ποιότητα του ήχου της γκάιντας έχει σχέση με τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένη;
Γ.Σ.: Πάρα πολύ. Οι νέοι γκαϊτατζήδες χρησιμοποιούν ζαμπούνια πλαστικά, ενώ οι παλιοί χρησιμοποιούσαν ή καλάμι ή κουφοξυλιά, ό,τι υπήρχε δηλαδή στη φύση. Αν ακούσετε ένα γκαϊτατζή νέο ή ένα παλιό, λίγο να γνωρίζετε μουσική, θα καταλάβετε ότι ο ήχος που βγαίνει από το πλαστικό είναι τελείως διαφορετικός. Όλα αυτά πρέπει να τα γνωρίζουμε. Όχι βέβαια ότι ένα πλαστικό ζαμπούνι δεν μπορεί να παίξει. Πρέπει να ξέρουμε όμως και με τι έπαιζαν παλιά, αν θέλουμε να διατηρούμε την παράδοση, το ηχόχρωμα και το ύφος της μουσικής.
ΠτΘ: Αληθεύει ότι η γκάιντα είναι δύσκολο όργανο ως προς το κούρδισμα;
Γ.Σ.: Κατ’ αρχήν η γκάιντα είναι δύο όργανα. Έχει δύο αυλούς το μπουρί, δηλαδή τον ισοκράτη, και την γκαϊτανίτσα, που είναι ο αυλός που παίζει μελωδία. Αυτά τα δύο πρέπει να ταιριάξουν μεταξύ τους για να βγάλουν ένα αρμονικό ήχο. Στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια δυσκολία.
Η παράδοση καλά κρατεί στο Διδυμότειχο
ΠτΘ: Το Διδυμότειχο είναι γνωστό για τους γκαϊτατζήδες τους και μάλιστα κάνουμε λόγο για «χωριά των γκαϊτατζήδων». Εξακολουθεί αυτό να ισχύει και σήμερα;
Γ.Σ.: Και βέβαια η παράδοση καλά κρατεί. Η περιοχή του Διδυμοτείχου έχει κρατήσει την ιστορική της παράδοση και εκτός από τα άλλα στοιχεία που έχει, είναι ότι έχει ένα σημαντικό μουσικό πλούτο. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό κατά την άποψή μου είναι ότι οι σύλλογοι έχουν κάνει έρευνες πάνω στο θέμα του χορού, της φορεσιάς, της διατροφής, αλλά δεν έχει ακόμη ερευνηθεί το θέμα της αρχιτεκτονικής, το θέμα της μουσικής, που παίζεται από τους παραδοσιακούς μουσικούς. Θεωρώ ότι είναι μια καλή ευκαιρία για τους κατοίκους της Κομοτηνής την Πέμπτη το βράδυ να δουν τι παίζεται στο Βόρειο Έβρο από θέμα μουσικής σήμερα. Αν έρθει κάποιος στην εκδήλωση θα δει νέα παιδιά να παίζουν παραδοσιακή μουσική με όργανα σχετικά καινούργια, δηλαδή το κλαρίνο το ακορντεόν, θα είναι κάποιοι δεξιοτέχνες μαζί μας που θα παίζουν γκάιντα, όπως παιζόταν πριν εκατοντάδες χρόνια.
Πολύ καλή η προσπάθεια του Συλλόγου Θρακών
ΠτΘ: Ως σύλλογος έχετε προχωρήσει στην εκμάθηση παραδοσιακών οργάνων προς τους νέους;
Γ.Σ.: Βεβαίως και μάλιστα στην Κομοτηνή θα παίξουν νέα παιδιά, ακόμη και παιδιά που πάνε σχολείο. Να σημειώσω ότι αυτό που κάνει ο Σύλλογος Θρακών είναι μια πάρα πολύ καλή προσπάθεια αφενός για να τιμήσει τον αείμνηστο Κουρούδη, αλλά αποτελεί και μια μοναδική ευκαιρία για τα μουσικά σχήματα που θα συμμετέχουν, να βρεθούμε μαζί και το καθένα να ξετυλίξει ένα δικό του μουσικό κομμάτι και να γίνει μια συζήτηση μουσική μεταξύ των συμμετεχόντων. Θεωρώ ότι θα έχει ενδιαφέρον.
Πέμπτη συνάντηση γκαϊτατζήδων
ΠτΘ: Πραγματοποιήσατε και φέτος τη συνάντηση των γκαϊτατζήδων στο Διδυμότειχο;
Γ.Σ.: Βεβαίως την κάναμε, όπως κάθε χρόνο, στο Καλέ Παναϊρ του Αγίου Πνεύματος. Ήταν η πέμπτη διοργάνωση και στόχος μας είναι να την συνεχίσουμε και τα επόμενα χρόνια.
Ο μύθος των αρχαίων Ελλήνων για την γκάιντα
Υπάρχει κι ένας μύθος για την γκάιντα, ελληνιστί μαρσύαυλο ή άσκαυλο ή τσαμπούνα. Η θεά Αθηνά έπιασε να μαθαίνει δίαυλο κι άρχισε να παίζει δίπλα από ένα ποτάμι. Επειδή όμως είδε τη μορφή της παραμορφωμένη στο ποτάμι ενώ έπαιζε τον δίαυλο, εκνευρίστηκε και πέταξε τον δίαυλο στο ποτάμι. Το ρεύμα πήρε τον δίαυλο και τον έφερε στα χέρια ενός Σάτυρου του Μαρσύα.
Ο Μαρσύας το έπιασε στα χέρια του το περιεργάστηκε και αμέσως άρχισε να μαθαίνει. Έμαθε δε τόσο καλά που λέγεται ότι συναγωνίζονταν και το παίξιμο του Ορφέα.Κάποτε όμως πήραν τα μυαλά του αέρα και άρχισε να λέει ότι είναι καλύτερος και από τον Θεό Απόλλωνα, θεό της μουσικής. Το ακούει ο Απόλλων, θυμώνει και του ζητά να διαγωνισθούν με κριτές τις Μούσες. Εάν κέρδιζε ο Μαρσύας θα τον έκανε αθάνατο, εάν έχανε θα τον έγδερνε ζωντανό.
Ξεκινάει λοιπόν ο διαγωνισμός ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα του και ο Μαρσύας τον δίαυλο του. Ο διαγωνισμός κατέληξε με ισοπαλία. Τότε σκέφθηκε ο Απόλλωνας στο δεύτερο μέρος να ζητήσει από τον Μαρσύα να τραγουδήσει ταυτόχρονα με το παίξιμο. Ήταν όμως δύσκολο να παίζεις πνευστό και να τραγουδάς ταυτόχρονα. Έτσι λοιπόν έχασε ο Μαρσύας.
Ο Απόλλων όπως είπε, τον έγδαρε και πέταξε τα κομμάτια του στους τρεις παραπόταμους του Έβρου, του Άρδα, του Τούντζα και του Ερυθροποτάμου. Λέγεται ότι οι Θρακιώτες συνέλλεξαν τον δίαυλο και το τραγόδερμα του Μαρσύα και έφτιαξαν την γκάιντα.